παχυλός

παχυλός
πᾰχῠλός, ή, όν, Dim. of παχύς,
A thickish : only Adv. -λῶς coarsely, roughly, opp. ἀκριβῶς, Arist.EN1094b20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια …   Dictionary of Greek

  • παχυλός — ή, ό 1. ο αρκετά παχύς, ο ευτραφής. 2. μτφ., ο πέρα από το κανονικό μεγάλος, ο υπερβολικός: Παχυλός μισθός. – Παχυλή αμάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχυλόν — παχυλός thickish masc acc sg παχυλός thickish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυλωτέρως — παχυλός thickish masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυλῶς — παχυλός thickish adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυλότητα — η 1. η ιδιότητα τού παχυλού 2. μτφ. μεγάλη ποσότητα, αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυλός. Η λ. στον λόγιο τ. παχυλότης μαρτυρείται από το 1835 στον Ν. Αργυριάδη] …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”